- πολύκλαυτοι
- πολύκλαυστοςmuch lamentedmasc nom/voc plπολύκλαυστοςmuch lamentedmasc/fem nom/voc plπολύκλαυτοςmuch lamentedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… … Dictionary of Greek